ταχυπέτης

ταχυπέτης
τᾰχῠ-πέτης, ες, or [suff] τᾰχῠ-πετής, ές, ([etym.] πέτομαι)
A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ταχυπετέστερον — ταχυπετής flying fast adverbial comp ταχυπετής flying fast masc acc comp sg ταχυπετής flying fast neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυπετεῖς — ταχυπετής flying fast masc/fem acc pl ταχυπετής flying fast masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυπετές — ταχυπετής flying fast masc/fem voc sg ταχυπετής flying fast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԱԳԱԹՌԻՉ — ( ) NBH 1 0336 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ա. ταχυπέτης celeriter volans որ եւ ԵՐԱԳԱԹՐԻՉ *Արագ ʼի թռիչս՝ իրօք կամ նմանութեամբ. *Արագաթռիչ թեւօք. ՃՃ.: *Արագաթռիչ ընթացիւք մտաց. Նար. ՟Լ՟Դ: *Զազգն աղեքսանդրացւոց՝ զարագաթռիչսն ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”